Αντόρνο, Τέοντορ

Αντόρνο, Τέοντορ
(Theodor Wiesengrund Adorno, Φρανκφούρτη 1903 – Μπριγκ, Ελβετία 1969). Γερμανός φιλόσοφος και μουσικολόγος. Σπούδασε κοινωνιολογία και φιλοσοφία στα πανεπιστήμια της Φρανκφούρτης και της Βιέννης και μυήθηκε στο δωδεκάφθογγο σύστημα από τον Άλμπαν Μπεργκ. Από το 1928 έως το 1932 ήταν συντάκτης της επιθεώρησης Der Anbruchh,ενώ παράλληλα συνέχιζε τις κοινωνιολογικές και φιλοσοφικές του έρευνες. Επειδή καταδιώχτηκε από τους ναζιστές, κατέφυγε πρώτα στην Αγγλία και ύστερα στις ΗΠΑ. Ξαναγύρισε στη γενέτειρά του το 1953, όπου του προσφέρθηκαν οι έδρες της φιλοσοφίας και της κοινωνιολογίας στο πανεπιστήμιο της πόλης, και υπήρξε κυρίαρχη μορφή της αποκαλούμενης Σχολής της Φρανκφούρτης. Σε πολλά από τα φιλοσοφικά του έργα κατηγορεί τη σύγχρονη γερμανική φιλοσοφία, στην οποία βλέπει την επιβίωση του ναζιστικού πνεύματος, ενώ επικρίνοντας τη θεωρία του υπαρξισμού χτυπά τον Κίρκεγκαρντ και τους μαθητές του, Χάιντενγκερ, Γιάσπερς και Σαρτρ. Μεταξύ των έργων του αναφέρονται: Η αυταρχική προσωπικότητα (1950), Minima Moralia (1951), Κριτική της θεωρίας της γνώσεως (1956). Πολύ λιγότερες αντιγνωμίες δημιουργούν τα έργα του που αναφέρονται στη μουσική, στα οποία χρησιμοποιεί τις πιο σύγχρονες μεθόδους έρευνας. Τα σπουδαιότερα είναι: Φιλοσοφία της νέας μουσικής (1941) που τον έκανε διάσημο, Δοκίμιο για τον Βάγκνερ (1952), Διαφωνίες (1958) και Μάλερ (1960).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • κριτικός — ή, ό (AM κριτικός, ή, όν) 1. αυτός που έχει την ικανότητα να κρίνει, να διακρίνει και να αξιολογεί (α. «με κριτικό πνεύμα πρέπει να διαβάζει κανείς τα βιβλία» β. «δύναμις σύμφυτος κριτική», Αριστοτ.) 2. αυτός που έχει σχέση με την κρίση ή τον… …   Dictionary of Greek

  • Κορνέλιους, Χανς — (Hans Cornelius, 1863 – 1947). Γερμανός φιλόσοφος. Αρχικά σπούδασε φυσικές επιστήμες στο Μόναχο και στο Βερολίνο και διετέλεσε για δύο χρόνια βοηθός καθηγητή. Το 1894 διορίστηκε υφηγητής στο πανεπιστήμιο του Μονάχου και, το 1903, έκτακτος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”